κράση

κράση
η
1. ανάμειξη, συγκερασμός.
2. ιδιοσυγκρασία: Είναι ασθενικής κράσης.
3. στη γραμματική, συγχώνευση του τελικού φωνήεντος μιας λέξης με το αρχικό της επόμενης κατά τέτοιο τρόπο, ώστε από τις δύο λέξεις να γίνει μία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κράση — (Γραμμ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής γραμματικής, που δηλώνει τη συγχώνευση του τελικού φωνήεντος ή διφθόγγου μιας λέξης με το αρχικό φωνήεν ή δίφθογγο της επόμενης σε ένα μακρό φωνήεν ή σε δίφθογγο (παραδείγματος χάριν, τα άλλα > τλλα, το… …   Dictionary of Greek

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) …   Dictionary of Greek

  • καν — I (Kan). Ποταμός (629 χλμ.) της Ρωσίας, παραπόταμος του Γενισέι. Πηγάζει από τις βόρειες πλαγιές του Ανατολικού Σαγιάν (Κάνσκοε Μπελογκόριε) και κατά τη ροή του διασχίζει τη μεγάλη κοιλάδα της ομώνυμης δασοστέπας και την οροσειρά Γενισέι. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • μων — μῶν (Α) επίρρ. α) (χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις που αναμένεται αρνητική απάντηση) ώστε όχι, ώστε δεν («μῶν ἄλγος ἴσχεις τῆς παρεστώσης νόσου;», Σοφ.) β) φρ. «μῶν οὐ» και «μῶν μή» (χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις που αναμένεται καταφατική… …   Dictionary of Greek

  • Idiosynkratisch — Idiosynkrasie (griechisch ιδιοσυνκρασία, „die Selbst Eigenheit“, „der Selbst Charakter“; idios Eigen, Selbst und syn krasis Mischung, Zusammenmengung) lässt sich am besten mit dem Wort Eigentümlichkeit übersetzen. Je nach Kontext bezeichnet man… …   Deutsch Wikipedia

  • стомаха ради — для (подкрепления) желудка Ср. Ветхая старица стомаха ради еще стояла вместе с другими у подводы матери казначеи, любуясь кузовками и кадочками... со всякою навезенною на потребу обители снедью. Данилевский. Девятый вал. 3, 34. Ср. В дни… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Стомаха ради — для (подкрѣпленія) желудка. Ср. Ветхая старица «стомаха ради», еще стояла вмѣстѣ съ другими у подводы матери казначеи, любуясь кузовками и кадочками... со всякою навезенною на потребу обители снѣдью. Данилевскій. Девятый валъ. 3, 34. Ср. Въ дни… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Греческий язык — ДРЕВНЕГРЕЧЕСКИЙ ЯЗ. известен по памятникам с середины VII века до христ. эры. Памятники древнегреческого языка сохранились в надписях (на камне, бронзе, монетах, вазах и пр. с VIII VII вв. до христ. эры) и в рукописях (папирусах (с IV в. до христ …   Литературная энциклопедия

  • άρα — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”